Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

https://www.ianos.gr/en/o-teleitaios-iroas.html


Διαβάζεται καλύτερα με:

https://www.youtube.com/watch?v=VEpMj-tqixs&list=PLms4WJlIe4KWMY6m1Wen9okaWqWp_nqp_&index=19


Κεφάλαιο 1


ΣΕ ΤΡΙΑ, δύο, ένα...
Καλή χρονιά, αναφώνησαν οι περισσότεροι. Κά -
ποιοι απλώς κραύγασαν και κάποιοι άλλοι ήταν ήδη
πολύ μεθυσμένοι για να μην συμμετάσχουν ούτε καν
στην αντί στροφη μέτρηση.
«Καλή χρονιά», το χαμόγελό της διαγράφηκε διά-
πλατο σε όλο της το πρόσωπο.
Για κάποιους ανθρώπους, το ξεκίνημα κάθε και-
νούργιου χρόνου δημιουργεί αισιοδοξία και πεποίθηση
ότι όλα μπορούν ν’ αλλάξουν. Ίσως για τους πιο πολ-
λούς ανθρώπους να ισχύει αυτό. Η Γκλόρια ήταν ανά-
μεσα σ’ αυτούς. Τα μάτια της άστραφταν και χοροπη-
δούσε. Κοιτούσε στα μάτια τον Ντέιβιντ, ιχνηλατώ -
ντας τα συναισθήματά του· τις προσδοκίες του και τυ-
χόν ανησυχίες. Ο Ντέιβιντ της χαμογελούσε, έπινε
μπίρα και κοιτούσε τριγύρω. Ανήσυχος δε φαινόταν.
Ίσως λίγο χαμένος, αλλά από εκείνους τους χαμένους
που νιώθουν ασφαλείς όταν βρίσκονται περιστοιχισμέ-
νοι από μια ομάδα ανθρώπων ίδιων με αυτόν.
Από μακριά δε θα τους ξεχώριζες απ’ το υπόλοιπο
πλήθος. Δυο συνηθισμένα φοιτητόπαιδα. Αν ήσουν
μιας κάποιας ηλικίας, ίσως να τους ζήλευες που ήταν
τόσο νέοι και τόσο απερίσκεπτοι. Τουλάχιστον εκ
πρώτης όψεως. Ίσως τους πέρναγες για ζευγάρι, ται-
ριαστό για τους περισσότερους· αλλά δεν ήταν ζευγά-
ρι. Είχαν περάσει τα τελευταία τρία χρόνια σχεδόν
αχώριστοι, αλλά ήταν απλώς φίλοι. Η μητέρα του
Ντέιβιντ, στο ξεκίνημα της παρέας τους, το είχε πει
αυτό κάποια φορά με μια απογοήτευση, λόγω του ότι
είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, κυρίως απ’ τα –λιγο-
στά– λεγόμενα του Ντέιβιντ, ότι η Γκλόρια ήταν κοπέ-
λα άξια εμπιστοσύνης, δεδομένης πάντα της νεαρής
ηλικίας της και της απερισκεψίας που θα τη συνόδευε,
όπως είκαζε, και θα ήθελε να γίνουν και ζευγάρι, αλλά
για τον Ντέιβιντ ήταν απόκοσμο το γεγονός ότι οι πε-
ρισσότεροι στολίζουν τη λέξη «φίλοι» με το μίζερο
επίρρημα «απλώς», λες και η φιλία είναι κάτι τόσο εύ-
κολο και όχι τόσο δυσεύρετο.
«Καλή χρονιά» της ευχήθηκε και μετακίνησε τη
φράντζα απ’ το μέτωπό της λίγο δεξιά για να τη δει κα-
λύτερα και άρχισαν να χορεύουν χοροπηδώντας και
σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον στους ώμους, μόλις άρ-
χισε να ακούγεται δυνατά το Χέιλ Μπομπ των Τζάν -
γκο Τζάνγκο. Η φράντζα ξαναγύρισε στο αρχικό της
σημείο, κρύβοντας το μέτωπο της, αλλά αυτό δεν την
έκανε λιγότερο όμορφη απ’ όσο ήταν, με ψηλά ζυγω-
ματικά και ροζ χείλια.
Γύρω τους είχαν ξεμείνει καμιά δεκαριά ακόμα άτο-
μα της ηλικίας τους. Άνθρωποι που δεν είχαν ξαναδεί
ποτέ πριν αλλά που ζούσαν μαζί τους εκείνη την ίδια
ώρα, την ίδια ευφορία, ενώ οι υπόλοιποι καλεσμένοι
του Πρωτοχρονιάτικου πάρτι είχαν πιάσει όλα τα υπό-
λοιπα σημεία του σπιτιού.
«Πάμε να σου γνωρίσω μια φίλη μου» είπε η Γκλόρια.
«Έχεις φίλες που δεν ξέρω;»
«Πολλές».
«Νόμιζα ότι δεν είχες άλλους φίλους εκτός από ’με-
να».
«Σκάσε».
«Δεν είμαι ακόμα σε ηλικία για συνοικέσιο».
«Σκάσε και παίξ’ το ευχάριστος».
«Θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Είναι η απόφαση του
καινούργιου χρόνου». «Να είσαι ο εαυτός σου!» είπε με
αλλοιωμένη φωνή.
«Μόνο εγώ μπορώ να σε αντέξω όταν είσαι ο εαυ-
τός σου. Έλα, πρέπει να σε κοινωνικοποιήσω για να
απαλλαγώ από ’σένα» είπε και τον σφιχταγκάλιασε.
Με μια γρήγορη αναστροφή, η Γκλόρια ήδη τον κα-
τηύθυνε. Ο Ντέιβιντ έκλεισε τα μάτια του και φαντά-
στηκε πώς θα ήταν η ζωή του αν ήταν τυφλός. Η Γκλό-
ρια τον κρατούσε σφιχτά απ’ τον δείκτη, όπως τα παι-
διά ενός ή δυο χρόνων κρατάνε με τη μικρή παλάμη
τους το δάχτυλο του πατέρα ή της μητέρας, όταν ξεκι-
νάν τα πρώτα τους βήματα και θέλουν καθοδήγηση, αν
και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή ήταν η οδηγός.
Ο Ντέιβιντ έπαιζε το παιχνίδι της εμπιστοσύνης και
ας μην το γνώριζε εκείνη τη στιγμή η Γκλόρια. Δεν
έβλεπε τίποτα, αλλά μπήκαν στο σαλόνι και πέρασαν
δίπλα απ’ τον καναπέ, εκεί που ήταν αραδιασμένοι δυο
τρεις συμφοιτητές της Γκλόρια σε κατάσταση τόσο
απόλυτης μέθης, που, αν τους ρωτούσε τι κάνουν ή αν
τους ευχόταν καλή χρονιά, σίγουρα δε θα καταλάβαι-
ναν ποια ήταν αυτή που τους μιλούσε. Μπορεί και να
ορκίζονταν ότι δεν την είχαν ξαναδεί ποτέ. Στην κου-
ζίνα μπήκαν κάνοντας στροφή ενενήντα μοιρών και
μετά από έναν κύμα δυνατών κραυγών απ’ την παρέα
που καθόταν στο τραπέζι παίζοντας ένα παιχνίδι με
κάρτες (κάποιοι είχαν βγάλει τις μπλούζες τους, κά -
ποιοι βρομούσαν μπίρα και κάποιοι και τα δύο μαζί),
πέρασαν απ’ τη μικρή πόρτα και βγήκαν στην πίσω αυ-
λή. Είχε μετρήσει δώδεκα βήματα συνολικά. Παγωμέ-
νος αέρας μπήκε στα ρουθούνια του με την πρώτη ανά-
σα εκεί έξω και τώρα ένιωθε το κρύο μέχρι τα πνευμό-
νια του. Ο καινούργιος ουρανός για το 2012 ήταν από
πάνω τους και ήταν έτοιμος να τον δει. Αν και δεν είχε
σκοντάψει πουθενά στη διαδρομή, ακολουθώντας τη
φίλη του και κρατώντας με το ελεύθερο χέρι το τενεκε-
δάκι της μπίρας, σφραγίζοντας το πώμα με τον αντί-
χειρά του, μόλις κατάλαβε ότι έπρεπε να σταματήσει,
ένιωσε μια απότομη ζάλη που τον έκανε να πάρει ένα
βλέμμα παράξενης έκπληξης μόλις άνοιξε τα μάτια
του. Η Γκλόρια γέλασε στη θέα της γκριμάτσας του.
Ρούφηξε τη μύτη της και έψαξε για αναπτήρα στην
τσέπη του τζιν της.
«Πού είναι η φίλη σου;»
«Εδώ τριγυρνούσε πριν λίγο. Αλλά πριν λίγο ήταν
και το 2011 οπότε τώρα μπορεί να βρίσκεται οπουδή-
ποτε».
«Κατάλαβα».
«Τι;» η φωνή βγήκε από μέσα της λίγο πιο απότομα
απ’ ό,τι θα υπολόγιζε και η ίδια. Μάλλον περισσότερο
επειδή αντιλήφτηκε την ειρωνεία στον τόνο του παρά
απ’ το κρύο, που την έκανε να σφίγγεται χωρίς να μπο-
ρεί να το ελέγξει.
«Είναι σαν εκείνη τη φίλη που μου είπες ότι είχες
μικρή στην κατασκήνωση; Εκείνη που σε ζήλευε και εί-
χε βρει τη διεύθυνση του σπιτιού σου και σου έστελνε
αλλοπρόσαλλα γράμματα θαυμασμού και εμπάθειας
μαζί, ολόκληρο τον επόμενο χειμώνα;»
«Είσαι βλάκας. Υπήρχε και παραϋπήρχε. Και ήταν
πειραγμένη. Και η Έλεν, που ήθελα να σου γνωρίσω,
υπάρχει αλλά λογικά θα φασώνεται με κάποιον. Σίγου-
ρα θα μας πήρε το μάτι της μαζί πριν και έφυγε για να
αποφύγει να σε γνωρίσει».
«Δεν είναι υπέροχο;» είπε ο Ντέιβιντ και της χαμο-
γέλασε.
«Όχι. Ποιο;»
«Ο πρώτος καβγάς για το 2012. Είμαστε ακόμα
ζωντανοί και ακμαίοι».
Κάθισαν για λίγο ακόμα λίγο στην αυλή και κάθε
τόσο κάποιος μπαινόβγαινε απ’ τη μικρή πόρτα αψη-
φώντας το λονδρέζικο κρύο και την υγρασία –τουλάχι-
στον δεν έβρεχε– και άναβε τσιγάρο. Το σπίτι μέσα εί-
χε γίνει χάλια αλλά παραδόξως κανείς δεν κάπνιζε στο
σαλόνι ή στα υπόλοιπα δωμάτια. Παντού υπήρχαν
ιδιόχειρα καρτελάκια της παρέας των συμφοιτητών
της Γκλόρια που νοίκιαζαν το σπίτι «απαγορεύεται το
κάπνισμα» και παρόλο που οι πιο πολλοί έμοιαζαν με-
θυσμένοι και σε καμία συνεννόηση με τη συνείδησή
τους, παρέμεναν υπάκουοι στα καρτελάκια.
Ο χρόνος έδειχνε να τρέχει, αλλά ακόμα δεν είχε
πάει καν μία η ώρα, όταν η Γκλόρια ανοιγόκλεισε την
παλάμη της δυο τρεις φορές μπροστά στο πρόσωπο του
Ντέιβιντ, κάνοντας το σινιάλο του αποχαιρετισμού.
«Φεύγω»
«Πού πας;»
«Πρέπει να τηλεφωνήσω σπίτι. Σ’ το είχα πει».
«Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο».
«Υποσχέθηκα στην μάνα μου».
«Μα είναι νωρίς ακόμα. Πού πας; Δεν ξέρω κανέ-
ναν εδώ».
«Ευκαιρία για νέες γνωριμίες. Καληνύχτα. Καλή
χρονιά. Σ’ αγαπώ».
«Δε θα κοιμηθούμε σπίτι μου σήμερα;»
«Πάω στο δωμάτιό μου».
Η Γκλόρια είχε ξεμακρύνει. Το σπίτι πίσω της φαι-
νόταν φωτεινό αλλά ήσυχο. Στη στάση, το λεωφορείο
αργούσε να περάσει και η κοπέλα που στεκόταν δίπλα
της, με τη μύτη κόκκινη απ’ το κρύο, της χαμογέλασε
όταν για μια στιγμή οι ματιές τους διασταυρώθηκαν.
Τα αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά τους, δημι-
ουργώντας θόρυβο και ψυχρό αέρα και στη συνέχεια
ξεμάκραιναν μέχρι που εξαφανιζόταν απ’ το οπτικό
της πεδίο. Από μέσα της ευχήθηκε να μη μοιάζει στην
κοπέλα, τόσο μόνη όσο έμοιαζε εκείνη, η συνομήλική
της, στην Γκλόρια. Δεν ένιωθε κιόλας μόνη. Ίσως μόνο
κάποιες στιγμές.