Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

14.06.14

Καλοκαίρι 93΄


            Ήταν το καλοκαίρι που ακούγαμε το «Αχ, μελισσούλα-μελισσάκι» όπου και αν πηγαίναμε. Και αν σου φαίνεται εξωπραγματικό τo να αναφέρομαι σ’ αυτό, εξωπραγματικό μου φαινόταν και εμένα ένα τραγούδι να είναι τόσο μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία που θυμάμαι στα εννιά μου χρόνια. Νούμερο 1 έλεγαν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς που ακούγαμε στο γκρι Βόλβο, του οποίου το χρώμα λαμπύριζε στην αντηλιά, γυρνώντας τα μεσημέρια απ’ την θάλασσα στο χωριό, και εμείς λιώναμε απ’ την ζέστη μέχρι να αρχίσει η επίδραση του αέρα όταν πιάναμε τον Εθνικό δρόμο μετά την κίνηση στην κατοικημένη παραθαλάσσια περιοχή που κάναμε τα μπάνια μας. Τα A/C δεν υπήρχαν ακόμα στα αυτοκίνητα, ή τουλάχιστον όχι στο δικό μας. Εμένα μου άρεσε όμως αυτό το αμάξι. Για την εποχή του ήταν τζαμάτο. Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν ότι είχε γερούς υαλοκαθαριστήρες. Πιανόμουν λοιπόν απ’ αυτούς σφιχτά, όσο πιο σφιχτά γινόταν, ξάπλωνα στο καπό και η μηχανή έπαιρνε μπρος. Ο μπαμπάς μου, διέσχιζε την απόσταση πλατεία του χωριού-σπίτι, -ήταν δεν ήταν πενήντα μέτρα-, και εγώ ένιωθα σαν τον Τομ Κρουζ στο Mission Impossible. Αν και νομίζω τότε δεν γνώριζα ούτε σαν όνομα τον Τομ Κρουζ και τα Mission Impossible βγήκαν χρόνια μετά. Τότε το πολύ-πού να ήξερα τον κύριο Χρήστο τον Φαρμακοτρίφτη απ’ το Ρετιρέ ή τον Πέτρο απ’ το Χάι Ροκ.
            Το καλοκαίρι λοιπόν του 93΄, ξεκινούσε όπως κάθε καλοκαίρι. Ξέπλενες από πάνω σου την σχολική χρονιά με ένα ωραιότατο μπουγέλο και έτρεχες να αγοράσεις απ’ το βιβλιοπωλείο το πολύ-βιβλίο «Διακοπές» έναντι χιλίων δραχμών. Την πρώτη μέρα ήσουν ενθουσιασμένος την δεύτερη το είχες ξεχάσει. Όλα πέρα απ’ την σελίδα δεκαπέντε, καθαρά, ατσαλάκωτα, άλυτα.
            Το καλοκαίρι του 93’ όλα τα συνομήλικα αγόρια είχαμε αγοράσει ένα πολύ συγκεκριμένο καπέλο καπετάνιου για την θάλασσα. Αυτό με την άγκυρα, το μπλε γείσο και το κίτρινο κορδόνι.  Έδειχνε τρία νούμερα μεγαλύτερο απ’ τα κεφάλια μας. Δεν μπορεί, θα μας έχεις δει σε φωτογραφίες του τότε. Επίσης τρώγαμε σουβλάκια, παίζαμε μέχρι που νύχτωνε και μαζευόμασταν σπίτι κατά τις εννιά μισή, δέκα. Γδέρναμε τα γόνατα μας στο παιχνίδι και δεν μας ένοιαζε. Μετρούσαμε τα μπάνια μας (πρέπει να ‘χα κάνει γύρω στα 60 με 80), κάποιοι μετρούσαν λάθος τα μπάνια τους, γιατί θεωρούσαν σαν ξεχωριστά αυτά που ξαναέμπαιναν όταν είχαν κάτσει ας πούμε για μισή ώρα στην αμμουδιά, μετρούσαμε τα παγωτά μας, τα γκολ που πετυχαίναμε σε τέρματα σχηματισμένα με πέτρες που είχαν απόσταση πέντε βήματα μεταξύ τους, μετρούσαμε τα κέρματα που ρίχναμε στα ηλεκτρονικά, τις πίστες που περνούσαμε στο Bubble, στο Tetris ή στο Street Fighter, τις μέρες που μας απέμεναν μέχρι να ξαναρχίσει το σχολείο. Μετά τον 15αύγουστο όμως. Πιο μπροστά νομίζαμε ότι το καλοκαίρι θα απλωνόταν μέχρι το άπειρο.


Καλοκαίρι 13΄


            Το καλοκαίρι του 13΄, είκοσι χρόνια μετά, δεν ξεκίνησε αγοράζοντας το «Διακοπές» έναντι χιλίων δραχμών. Ξεκίνησε κλείνοντας τις Διακοπές για την Ελλάδα, για το χωριό κοντά στην παραθαλάσσια περιοχή και για την Κρήτη, μέσω διαφόρων σχετικών σάητ στο ίντερνετ, κάποιο βροχερό απόγευμα απ’ το διαμέρισμα στο Λονδίνο.
            Το καλοκαίρι του 13΄ είχε πολύ μουσική στα ακουστικά, στο από και προς την δουλειά με το μετρό και το λεωφορείο. Το mp3 με τους Django Django είχε λιώσει απ’ την επανάληψη. Και κάτι Cat Power και τέτοια είχε αρκετά. Μάλιστα έκανα πολλά βιντεάκια με τραγούδια του «Νότου» οδηγώντας το αυτοκινητάκι μου όσο ήμουν στην Ελλάδα. Ασπρόμαυρα. Με την βεβαιότητα που έχεις ως ενήλικας πλέον εκ των προτέρων ότι τα καλοκαίρια περνάν’, δεν μένουν, γίνονται αναμνήσεις.
            Το καλοκαίρι του 13΄ είχε καύσωνα στο Λονδίνο μετά από χρόνια. Την εβδομάδα πριν ταξιδέψω στην Ελλάδα. Ιδρωμένες μασχάλες, ιδρωμένοι κώλοι, ιδρωμένες κλειδώσεις, υγρασία κολλημένη με ατμοσφαιρικούς ρύπους στο πρόσωπο, πονοκέφαλος απ’ τον ήλιο και τέτοια. Έτσι είναι το καλοκαίρι χωρίς έστω την προοπτική επίσκεψης στην θάλασσα.
            Ωστόσο, στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης στα μέσα του Ιουλίου ήταν η πραγματική ζέστη. The real thing. Η ζέστη σαν αίσθηση στην πλάτη. Καλώς τον, με καλωσόρισε.
            Μετά, κάθε μέρα ήταν συνάντηση με φίλους που είχα να δω από οχτώ μήνες το λιγότερο μέχρι πέντε χρόνια το περισσότερο. Βόλτες στην θάλασσα, βραδινά ποτά και φιστίκια, καρπούζι, δροσιά, κρύα ντουζ τρεις η ώρα την νύχτα, μεσημεριανές ζέστες που ερήμωναν τα πάντα, ωραιοποίηση των ζωών μας σε συζητήσεις, υπερβολή στην χρήση της τραγικότητας σε συζητήσεις καταστάσεων που δεν είχα γίνει ποτέ αυτόπτης μάρτυρας, ειλικρινή βλέμματα και αγκαλιές για τον προσωρινά επαναπατριζόμενο νέο –εμένα δηλαδή- που του είχε λείψει η πατρίδα, καλωσορίσματα και αποχαιρετισμοί. Η παρατήρηση της παρακμής είναι αυτό που κερδίζεις όταν έχεις να δεις κάποιον για καιρό. Άνθρωπο ή τόπο. Των άλλων όμως. Την δικιά σου την παρακμή την βλέπουν οι άλλοι. Υπάρχει όμως αμοιβαία διάθεση για ωραιοποίηση τα καλοκαίρια, απ’ όλους.
            Έτσι έγινε και αυτό του 13΄. Δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο αθλητικό γεγονός, οπότε όλοι μαζευόμασταν για να τα πούμε, να τα πιούμε, να γελάσουμε. Τίποτα δεν αποσπούσε κανέναν εκείνες τις ώρες που βρισκόμασταν, φίλοι με φίλους. Εκτός απ’ την κρίση βέβαια, που και αυτή έδειχνε να έχει γίνει μια συνήθεια όπως και η ζέστη. Την ξεχνάς. Μαθαίνεις σχετικά εύκολα να την κρύβεις κάτω απ’ τις μασχάλες.
            Δεν μετρούσαμε πλέον παγωτά και μπάνια άλλα όλοι πάω στοίχημα δεν θα χάναμε ευκαιρία για ακόμα ένα.
         Μετά το αεροπλάνο μου απογειώθηκε για τον Βορρά ξανά. Η θάλασσα ξεμάκρυνε. Έμεινε εκεί. Πάντα όμως μένει εκεί. Σκάει στην ακτή και υποχωρεί πάλι πίσω. Μόνο αυτό ξέρει να κάνει. Αλλά τουλάχιστον πάντα ξαναγυρνάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου