Σάββατο 12 Απριλίου 2014

08.02.14

(παρμένο από το σημειωματάριο μου, γραμμένο στις 8.2.14)

Μια ολόκληρη κενή σελίδα. Ακολουθούμενη από ένα ολόκληρο κενό σημειωματάριο. Ακόμα άγραφο. Οι σελίδες τόσο όμορφα ατσαλάκωτες ακόμα. Χωρίς δαχτυλιές από φαγητά ή παραμορφωμένες και κιτρινισμένες από ξεραμένο καφέ πάνω τους. Εδώ και τρείς γραμμές όμως, έχει αρχίσει να αλλάζει. Λέξεις η μία πίσω απ’ την άλλη είναι έτοιμες να το αλλάξουν. Ψέματα ή αλήθειες είναι έτοιμα να έρθουν να πλαγιάσουν πάνω στα φύλλα του μια για πάντα. Σαν ανεξίτηλα τατουάζ.
Πριν περίπου δύο χρόνια πέθανε ο μπαμπάς μου. Πριν δύο χρόνια παρά δύο μέρες. Σήμερα ξαναπήγαμε όλοι όσοι έχουμε απομείνει. Το μόνο παρήγορο στο ότι βρίσκεται εκεί, είναι ότι αν μπορούσε να δει, θα του άρεσε η θέα. Σχεδόν δημιούργησα την εικόνα στο μυαλό μου, όταν κοντοστάθηκα στο αυτοκίνητο, λίγο πριν φύγουμε. Θα καθόταν στο τσιμεντένιο ντουβαράκι που φράζει τον περίγυρο του κοιμητηρίου, απεριποίητο, άβαφο και πρόχειρα φτιαγμένο, αλλά βολικό, αφού το ύψος του φτάνει μέχρι το ύψος της μέσης ενός μέσου ανθρώπου  καθιστώντας το απόλυτα προσιτό για να ξαποστάσει κάποιος για λίγο. Και εκείνη η θέα. Σχεδόν σαν να μας αποχαιρέτησε για το απόγευμα φευγαλέα με μια στωική ματιά και μετά ξαναγύρισε στην θέα του. Για πολλούς σίγουρα δεν υπήρχε κάτι το αξιοσημείωτο να δεις. Αλλά, ήταν τα χωράφια και οι πλαγιές που μεγάλωσε, μόχθησε, γέλασε, έπαιξε, έτριψε τα γόνατα του. Το βασίλειο του, σαν να λέμε. Και πόσα χρώματα! Μπλε στον ουρανό και πράσινο στα λοφάκια. Μπορούσες να δεις και εκείνο το άλογο που μου 'λεγε στις ιστορίες να τρέχει κάπου εκεί. Ακόμα και αν δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, υπήρχε σε ιστορίες. Αν ο κόσμος είναι μαγεία και ισχύουν οι πεποιθήσεις μερικών, εύχομαι, να έχει ξαναγεννηθεί σαν άλογο. Αδάμαστο. Και να τρέχει ελεύθερα και να μην του έχει δώσει κανείς όνομα, σε κανέναν να μην ανήκει, αλλά να το λένε Αστραπή. Όπως έλεγαν το άλογο στις ιστορίες.
Ένιωσα τα πόδια μου να πατάνε στο έδαφος. Η άσφαλτος ήταν κάτω απ’ τα πόδια μου και οριοθετούσε την απόσταση μας.
«Μη στηρίζεσαι στην πόρτα, θα κρεμάσει» είπε η αδερφή μου. Μπήκαμε όλοι στο αμάξι και πατήσαμε το γκάζι.  Δεν φύγαμε όμως ολόκληροι από εκείνο το μέρος. Είδαμε όλοι για λίγο από εκείνο το σημείο, τη θέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου