Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

24.04.14

Ζωή πατίνι

Κάθε μεσημέρι στις 2
έβγαζε το καπέλο απ’ την σχολική
τσάντα
(την είχε γύρω στα δέκα χρόνια
τώρα)
το φορούσε ανάποδα
και έβαζε και γυαλιά ηλίου.
Σαν να είχαν ταμπέλα
ότι δεν κόστιζαν πάνω από 3
λίρες
και
ότι η συχνή χρήση
ήταν επιβλαβής για τα μάτια.
Πιο πολύ απ’ το να κοιτάς
κατάματα τον ήλιο.
Καβαλούσε το πατίνι του
και άφηνε τους άλλους
υπαλλήλους του εργοστασίου
υαλικών
πίσω του.
Τον σχολίαζαν και χασκογελούσαν.
Με το ζόρι έφερναν το
σάντουιτς στο στόμα απ’ την
αποκοπιά. Απ’ αυτά που έτρεχαν στα μυαλά τους.

Στα φρεναρίσματα
τις στροφές
τα χαλικάκια στον ανυποψίαστα
ίσιο δρόμο
στα ξεθαρρέματα του
κόντευε να πέσει.
Δεν είχε καμιά ελπίδα.
Και αυτό που λένε ότι
με εξάσκηση
όλα κατακτιούνται,
το κατέρριπτε πανηγυρικά.

Τουλάχιστον,
μας έβλεπε όλους
αφ’ υψηλού
πάνω σ’ εκείνη
την
σανίδα. 

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

23.04.14

Μπρόντσμπερυ

«Χριστούλη μου» αναφώνησε μια απ’ τους επιβάτες στον ηλεκτρικό. Μπορεί να αναφώνησαν κάτι και κάποιοι απ’ τους υπόλοιπους που άκουσαν το ήχο απ’ την παλάμη στο μάγουλο ή που είδαν το σκηνικό αλλά εκείνο το «Xριστούλη μου» ακούστηκε όσο δυνατά και ο κρότος. Το παιδάκι δεν έκλαψε. Φαινόταν έτοιμο αλλά δεν έκλαιγε ακόμα. Κοιτούσε απορημένο τους άλλους να το κοιτάνε.
Ο διάλογος που ακολούθησε μεταξύ της εκκαλούσας του Χριστού και της γυναίκας που μόλις είχε σφαλιαρίσει το παιδί που κρατούσε με το άλλο χέρι, είχε κάπως ως εξής:
«Κάνε πιο δίπλα σκύλα για να μην στην σφυρίξω»
«Είσαι στα καλά σου;»
 «Σταμάτα να μου μιλάς. Βρωμάει η ανάσα σου»
«Θα σε χτυπήσω όπως χτύπησες το παιδί, ανάγωγη». Αυτό για την αναπνοή φάνηκε να την πείραξε πιο πολύ απ’ την σφαλιάρα.
«Είναι παιδί μου»
«Και τί πάει να πει αυτό;» «Δώσε μου το όνομα σου και θα σου πει η πρόνοια αν μπορείς να βαράς το παιδί σου επειδή είναι παιδί σου. Δεν φταίει αυτό που είναι παιδί σου.»
Τώρα είχε κοκκινίσει και έσφιγγε το χεράκι του παιδιού της ασυναίσθητα.
«Δώσε μου εσύ το όνομα σου σκύλα»
«Δώσε μου το όνομα σου. Φοβάσαι;»
«Μαίρη Τζόνσον. Τώρα σειρά σου.»
«Κουίν Ελίσαμπεθ.»
Η Μαίρη Τζόνσον γούρλωσε τα μάτια και σκέφτηκε ότι αυτή ήταν πιο τρελάρα απ’ την ίδια.
«Ναι, Κουίν Ελίσαμπεθ. Θες να στο κάνω σπέλλινγκ; Γράφε Κάππα, ό..» είπε γυρνώντας την πλάτη της ενώ το τρένο έκοβε ταχύτητα στον σταθμό. Στον Μπρόντσμπερυ  όπως έγραφε στις πινακίδες.
Η πόρτα έκανε μπιπ μπιπ και περίμενε ένα άγγιγμα στο κουμπί για να ανοίξει.
Δεκάδες άρχισαν να βγαίνουν απ’ όλες τις πόρτες. Οι πιο πολλοί με ακουστικά στα αυτιά. Οι πιο πολλοί έδειχναν να μην δίνουν δεκάρα για το θέατρο που μόλις είχε εξελιχθεί μπροστά στα μάτια τους.
«Μαμά πήγα να την κλωτσήσω στο καλάμι αλλά δεν πρόλαβα» είπε το αγοράκι που έψαχνε ένα  ενθαρρυντικό χάδι.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

22.04.14

Οι Τρίτες είναι Τρίτες και οι Δευτέρες μόνο είναι η μίζερη μέρα της εβδομάδας. Αηδίες. Όταν ξεκινάς την δουλειά Τρίτη είναι σαν να είναι Δευτέρα.
Κάποιες φορές απλά αντιλαμβάνεσαι, ότι είναι δύσκολο να περπατάς, (ενώ τόσοι άλλοι πηγαίνουν κάπου αντίθετα απ’ εκεί που πας εσύ, ή οι ορδές αγνώστων σε ακολουθούν) και να προσπερνάς το σούπερ μάρκετ, το άδειο κτίριο, το φανάρι, το άδειο καφέ.
Επίσης, είναι ωραίο όταν το μεσημέρι τα σύννεφα εξαφανίζονται και ξαναβγαίνει ο ουρανός. Θα βοηθούσε αν μπορούσαμε να δούμε μέσα απ’ τα σύννεφα κάποια βαριεστημένα πρωινά.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

19.04.14

Ελληνικό Πάσχα


Είχαμε μια παράδοση κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Προλαβαίναμε στο παρά τσακ την Ανάσταση. Και ήμασταν συνεπείς σ’ αυτό. Δώδεκα παρά πέντε έξω απ’ το προαύλιο της εκκλησίας. Όλοι ξεκινούσαμε τις ετοιμασίες ένα τέταρτο πριν. Η μάνα το μαλλί πιστολάκι στο μπάνιο, ο μπαμπάς έβαζε πουκάμισο, εγώ συνήθως είχα αποκοιμηθεί και με πρησμένα μάτια και μάγουλα έβαζα ότι έβρισκα μπροστά μου. Η αδερφή μου βαφόταν κιόλας για πέντε λεπτά παρουσίας στην εκκλησία. Τελευταία έβγαινε απ’ το σπίτι. Συνήθως πατούσε και ένα ψιλοκαβγά με την μάνα. Έτσι για το καλό. Ο Φράνκο Τζεφιρέλι έμπαινε στο mute. Έπειτα άλλος μπροστά άλλος πίσω, προχωρούσαμε το στενό με τα παλιά σπίτια και οι φωνές και η ευθυμία γινόταν όλο και πιο έντονες. Ο καθένας είχε την θέση του εκεί. Εμάς η δική μας, μας περίμενε. Παρατασσόμασταν οπότε και εμείς και περιμέναμε. Μιλούσαμε με τους γύρω μας και περιμέναμε. Όχι πολύ. Ο Χριστός Ανασταινόταν, φιλιόμασταν, τσουγκρίζαμε τα αυγά. Συνήθως ήμουν ο χαμένος της υπόθεσης αλλά έτρωγα καλά. Ο μπαμπάς έβγαζε αλάτι απ’ την τσέπη του και η μάνα τον έβλεπε. Κάθε χρόνο τα ίδια. Κάθε χρόνο το ίδιο βλέμμα. Αυτοί οι διάλογοι-τηλεγραφήματα με τα βλέμματα τα λεν’ όλα. Είναι οι πιο ξεκαρδιστικοί.
Ύστερα παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Οι τέσσερις μας. Και μια ευδαιμονία που την βλέπω τώρα. Ύστερα βάζαμε φόρμες και τρώγαμε. Και ξανατσουγκρίζαμε. Σίγουρα βλέπαμε την ευδαιμονία και τότε. Έτσι είχε λόγο αυτή η επανάληψη.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

18.04.14


Ήδη έφυγε

Λένε ότι ο χρόνος κάποιες φορές μπορεί να μην είναι τόσο αμείλικτος, όσο έχει ειπωθεί ανά τους αιώνες. Αλλά μόνο για κάποια δευτερόλεπτα. Δύο ή ακόμα και τρεις στιγμές σε όλη σου την ζωή αν είσαι πολύ τυχερός…
Όπως όταν για παράδειγμα είχες οδηγήσει κάποιο απόγευμα ενός περασμένου Ιούλη. Του πιο ζεστού που θυμάσαι. Με την πλάτη στο ηλιοβασίλεμα, άρα θα ήταν γύρω στις οχτώ και μισή ή εννιά παρά κάτι.  Δεν έχει καμιά σημασία.
Μουσικές του Νότου έβγαιναν απ’ τα βραχνά ηχεία. Ποιος σου είχε γράψει εκείνη την κασέτα; Αν ξανάκανες την ίδια βόλτα, σίγουρα θα τραγουδούσες με όλη σου την φωνή.
Το τσιγάρο ακόμα καίει στα χείλη αν το σκεφτείς δυνατά.
Οι στάχτες διαλύονται μ’ ένα τίναγμα.
Δεν υπάρχει πιο κάτω.
Πρόλαβαν και χόρεψαν όμως στον καλοκαιρινό αέρα.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

17.04.14

Σε μια διαδρομή λεωφορείου

Ένας Βρετανός τύπος στο μπροστά κάθισμα είπε στους Ιταλιάνους  επιβάτες παραδίπλα να βάλουν ζώνη ασφαλείας. «Είναι ο Νόμος».
Μπορούσα να δω μέσα απ’ τους φακούς των γυαλιών του. Σκοτεινοί με πολλούς παραμορφωτικούς βαθμούς μυωπίας.
Έμοιαζε απ’ αυτούς τους τύπους που μπορούν να βγάλουν όπλο και να μην αφήσει ίχνος απ’ τους συνεπιβάτες του. Συμπεριλαμβανομένου και εμένα.
Θα δήλωνε στα νέα των 6’: «Βάλτε με να σαπίσω πίσω απ’ τα σίδερα. Είναι ο Νόμος».

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

16.04.14

Τώρα

Υπάρχει μόνο το τώρα.
Και το φως απ’ τ’ αστέρια που φτάνει εδώ απόψε, από χιλιάδες χρόνια πριν μακριά.

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

15.04.14

Κόκα-κόλα

Πιο πολύ απ' όλα μου 'κανε εντύπωση η έκφραση στα πρόσωπα τους. Και τα βλέμματα τους. Άλλοτε κυριευμένα απ' την σκοτεινιά και άλλοτε να λάμπουν. Ανάλογα με τις απαιτήσεις του ρόλου.
Άτιμη φάρα αυτοί οι ηθοποιοί. Μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι θέλουν.
Εκείνη την φορά η θέση ήταν ακριβώς δίπλα στην σκηνή. Και η σκηνή ήταν στην μέση  του θεάτρου. Δέκα εκατοστά μόνο υπερυψωμένη. Και με είχαν! Πίστευα ότι έλεγαν! Μόνο στο τέλος ξαφνιάστηκα. Το τενεκεδάκι της κόκα-κόλα έπεσε, σχεδόν μπροστά στα πόδια μου, και από μέσα έτρεξε νερό. Νερό! Το διανοείσαι;

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

14.04.14

Σκόνη

Μια αχτίδα ήλιου αρκεί.
Για να δεις την σκόνη.
Πετάει ανάλαφρη. Σχεδόν μαγική.
Αλλά πέφτει βαριά.
Σε ότι στέκεται ακίνητο για περισσότερο
απ' όσο παίρνει για να το φτάσει.
Ξεκινάει από ποιος ξέρει που,
και λίγο-λίγο κάθεται σε ότι κάθεται.
Τόσο λίγο-λίγο
που ένα τίναγμα την διώχνει μακρυά. Αλλά,
για πόσο μπορείς να τινάζεις κάτι
που έχει αφεθεί;
Και ο ένας κόκκος σκόνης γίνονται δύο. Μετά
στρώμα. Και μετά αρχίζει να αλλάζει αυτό
που της έδωσε ανάπαυση στο ταξίδι
από ποιος ξέρει που...
Και ένα τίναγμα δεν φτάνει. Λερώνει το
χέρι σου. Και λες ασ' το. Έτσι ήταν να γίνει.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

12.04.14

Σάββατο απόγευμα

Καφές μετά τον απογευματινό ύπνο.
Το ζεστό δωμάτιο.
Στον καναπέ υπάρχει ακόμα το βαθούλωμα
στο μαξιλάρι.
Τοπία στην πορσελάνη του φλιτζανιού
απ' τον καφέ. Βουνά ή καταρράχτες.

Ο ήχος απ' τον συρμό διαρκεί για λίγο. Ξανάτρεξε
έξω απ' το παράθυρο.
Τα φώτα εξαφανίστηκαν μαζί με την φασαρία μακρυά.
Το ρολόι φεύγει απ' τις οκτώ και δέκα.
Άσε τον κόσμο έξω να τρέχει.

08.02.14

(παρμένο από το σημειωματάριο μου, γραμμένο στις 8.2.14)

Μια ολόκληρη κενή σελίδα. Ακολουθούμενη από ένα ολόκληρο κενό σημειωματάριο. Ακόμα άγραφο. Οι σελίδες τόσο όμορφα ατσαλάκωτες ακόμα. Χωρίς δαχτυλιές από φαγητά ή παραμορφωμένες και κιτρινισμένες από ξεραμένο καφέ πάνω τους. Εδώ και τρείς γραμμές όμως, έχει αρχίσει να αλλάζει. Λέξεις η μία πίσω απ’ την άλλη είναι έτοιμες να το αλλάξουν. Ψέματα ή αλήθειες είναι έτοιμα να έρθουν να πλαγιάσουν πάνω στα φύλλα του μια για πάντα. Σαν ανεξίτηλα τατουάζ.
Πριν περίπου δύο χρόνια πέθανε ο μπαμπάς μου. Πριν δύο χρόνια παρά δύο μέρες. Σήμερα ξαναπήγαμε όλοι όσοι έχουμε απομείνει. Το μόνο παρήγορο στο ότι βρίσκεται εκεί, είναι ότι αν μπορούσε να δει, θα του άρεσε η θέα. Σχεδόν δημιούργησα την εικόνα στο μυαλό μου, όταν κοντοστάθηκα στο αυτοκίνητο, λίγο πριν φύγουμε. Θα καθόταν στο τσιμεντένιο ντουβαράκι που φράζει τον περίγυρο του κοιμητηρίου, απεριποίητο, άβαφο και πρόχειρα φτιαγμένο, αλλά βολικό, αφού το ύψος του φτάνει μέχρι το ύψος της μέσης ενός μέσου ανθρώπου  καθιστώντας το απόλυτα προσιτό για να ξαποστάσει κάποιος για λίγο. Και εκείνη η θέα. Σχεδόν σαν να μας αποχαιρέτησε για το απόγευμα φευγαλέα με μια στωική ματιά και μετά ξαναγύρισε στην θέα του. Για πολλούς σίγουρα δεν υπήρχε κάτι το αξιοσημείωτο να δεις. Αλλά, ήταν τα χωράφια και οι πλαγιές που μεγάλωσε, μόχθησε, γέλασε, έπαιξε, έτριψε τα γόνατα του. Το βασίλειο του, σαν να λέμε. Και πόσα χρώματα! Μπλε στον ουρανό και πράσινο στα λοφάκια. Μπορούσες να δεις και εκείνο το άλογο που μου 'λεγε στις ιστορίες να τρέχει κάπου εκεί. Ακόμα και αν δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, υπήρχε σε ιστορίες. Αν ο κόσμος είναι μαγεία και ισχύουν οι πεποιθήσεις μερικών, εύχομαι, να έχει ξαναγεννηθεί σαν άλογο. Αδάμαστο. Και να τρέχει ελεύθερα και να μην του έχει δώσει κανείς όνομα, σε κανέναν να μην ανήκει, αλλά να το λένε Αστραπή. Όπως έλεγαν το άλογο στις ιστορίες.
Ένιωσα τα πόδια μου να πατάνε στο έδαφος. Η άσφαλτος ήταν κάτω απ’ τα πόδια μου και οριοθετούσε την απόσταση μας.
«Μη στηρίζεσαι στην πόρτα, θα κρεμάσει» είπε η αδερφή μου. Μπήκαμε όλοι στο αμάξι και πατήσαμε το γκάζι.  Δεν φύγαμε όμως ολόκληροι από εκείνο το μέρος. Είδαμε όλοι για λίγο από εκείνο το σημείο, τη θέα.